- ὀλιγανδρίᾳ
- ὀλιγανδρίαι , ὀλιγανδρίαscantiness of menfem nom/voc plὀλιγανδρίᾱͅ , ὀλιγανδρίαscantiness of menfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγανδρία — η (Α ὀλιγανδρία) [ολίγανδρος] η έλλειψη αρκετού αριθμού ανδρών, σχετική λειψανδρία (α. «ο πόλεμος προκάλεσε ολιγανδρία» β. «ἣ νῡν δι ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», Στράβ.) … Dictionary of Greek
ὀλιγανδρίας — ὀλιγανδρίᾱς , ὀλιγανδρία scantiness of men fem acc pl ὀλιγανδρίᾱς , ὀλιγανδρία scantiness of men fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγανδρίαν — ὀλιγανδρίᾱν , ὀλιγανδρία scantiness of men fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολίγανδρος — ὀλίγανδρος, ον (Α) αυτός που παρουσιάζει ολιγανδρία, που έχει σπανιότητα ανδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. πολύ ανδρος] … Dictionary of Greek